- αρχαιοτροπία
- ἀρχαιοτροπία, η (Α) [αρχαιότροπος]τα αρχαία ήθη, ο παραδοσιακός τρόπος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀρχαιοτροπία — ἀρχαιοτροπίᾱ , ἀρχαιοτροπία old fashioned ways fem nom/voc/acc dual ἀρχαιοτροπίᾱ , ἀρχαιοτροπία old fashioned ways fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρχαιοτροπίαν — ἀρχαιοτροπίᾱν , ἀρχαιοτροπία old fashioned ways fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)